- ὀπτευτήρ
- ὀπτευτήρ, ῆρος, ὁ, (ὀπτάω)A forger, σιδήρου, of Hephaestus, Coluth.54.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπτευτήρ — ὀπτευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (σχετικά με τον Ήφαιστο) αυτός που σφυρηλατεί το σίδερο, ο σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα τήρ, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὀπτεύω «βάζω στη φωτιά», πιθ. κατά το καμινευτήρ] … Dictionary of Greek
ὀπτευτῆρι — ὀπτευτήρ forger masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)